αιματοπότης — Επιστημονική ονομασία γένους διπτέρων εντόμων της οικογένειας των ταβανιδών, γνωστό κυρίως ως ντάβανοςαλογόμυγα (αρχ. οίστρος). Είναι καστανόφαιο έντομο, με κοκκινοπράσινα μάτια, που ζει στο βόρειο ημισφαίριο και προσβάλλει ζώα και ανθρώπους,… … Dictionary of Greek
αιματορουφήχτρα — η αυτή που συστηματικά ρουφά το αίμα άλλων, συνήθως η γυναίκα που απομυζά και εξαντλεί κάποιον οικονομικά … Dictionary of Greek
αιμοβόρος — α, ο (Α αἱμοβόρος, ον) αυτός που τρέφεται με αίμα, που ρουφά αίμα νεοελλ. 1. αιμοδιψής, αιμοχαρής, κακούργος 2. επιθετικός, άγριος αρχ. 1. (για έντομα) αυτός που απομυζά αίμα 2. (για τα φίδια) αυτός που δεν χορταίνει αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα +… … Dictionary of Greek
αιμολάπτις — αἱμολάπτις ( ιδος), η (Α) αυτή που απομυζά το αίμα (κυρίως για τη βδέλλα). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + λάπτω, «ροφώ»] … Dictionary of Greek
αμοργός — Νησί (121,06 τ. χλμ., 1.873 κάτ.) των Κυκλάδων. Έχει μήκος 18 χλμ., πλάτος 3 έως 5 χλμ. και μήκος ακτών περίπου 112 χλμ. Η ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι ο Κρίκελος (822 μ.). Το νησί, αν και άγονο, παράγει μικρές ποσότητες φάβας, μήλων,… … Dictionary of Greek
ανωφελής — Γένος διπτέρων εντόμων της οικογένειας των κωνωπιδών, στην οποία ανήκουν έντομα που μοιάζουν με τα κοινά κουνούπια. Το θηλυκό απομυζά το αίμα του ανθρώπου και άλλων σπονδυλωτών και μπορεί να μεταδώσει ένα πρωτόζωο, παράσιτο του αίματος, το… … Dictionary of Greek
βδέλλα — (hirudo). Δακτυλιοσκώληκας της τάξης των γναθοβδελλομόρφων, γνωστός και ως β. η ιατρική. Ζει κυρίως στα στάσιμα γλυκά νερά και είναι το τυπικό παράδειγμα του παρασιτικού απομυζητικού οργανισμού. Το πρασινωπό σώμα της είναι κυλινδρικό, μαλακό,… … Dictionary of Greek
βυζαστής — και βυζαχτής, ο 1. αυτός που του αρέσει να θηλάζει 2. όποιος απομυζά την περιουσία άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βυζαστής < εβύζασα, αόρ. του ρ. βυζαίνω, ο δε τ. βυζαχτής < εβύζαξα, αόρ. του βυζαίνω] … Dictionary of Greek
δρεπανίς — η (AM δρεπανίς) ζωολ. γένος πτηνών τής οικογένειας τών δρεπανιδών είναι μικρό πτηνό με ποικίλα χρώματα και με γλώσσα ειδικά κατασκευασμένη να απομυζά το νέκταρ τών λουλουδιών αρχ. είδος πουλιού που ονομάζεται έτσι από το σχήμα τών φτερών του,… … Dictionary of Greek
ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… … Dictionary of Greek